Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Καλημέρα

Εννεα παρα τεταρτο το πρωι. Ξεκλειδωνω τη γυαλινη πορτα της πολυκατοικιας και βλεπω τη γρια που μενει στον οροφο μου, να στεκεται μπροστα απο το ασανσερ. Δε με βλεπει γιατι “με εχει πλατη” και δε με ακουει γιατι ειμαι αηχος σα νιντζα. Μπαινει στο κουβουκλιο και γυρναει “φατσα” με την εισοδο της πολυκατοικιας. Τα ματια μου ακολουθουν με προσοχη το βλεμμα της. Δε με εχει δει, ουτε καν με την περιφερειακη της οραση. Κοιταει αφηρημενη την τσαντα της και το απειρο. Λιγο πριν κλεισει η πορτα της, διακρινω στους μυες του λαιμου της την αρχη της περιστροφικης κινησης που θα επιτρεψει στα ματια της να σαρωσουν ολο τον εξω χωρο. Προλαβαινω και διωχνω το βλεμμα μου πριν συναντηθει με το δικο της. Ειπαμε... νιντζα.

Τωρα ξερω οτι με εχει δει, και ξερει οτι την εχω δει, δεν ξερω ομως αν ξερει οτι ξερω οτι με ειδε. Ουτως η αλλως πρεπει να ξεκινησω να ανεβαινω τις σκαλες. Δεν εχω αλλη επιλογη, πρεπει να παιξω με τους κανονες, ομως δε θα βιαστω κιολας.... Περναω τον ημιοροφο εχοντας παντα την προσοχη μου συγκεντρωμενη στον καθε ηχο. Βρισκομαι λιγο πριν τον πρωτο οροφο, οταν ακουω το ασανσερ να σταματαει στον τριτο. “Τη γλιτωσα”, σκεφτομαι, και συνεχιζω να ανεβαινω.

Λιγα σκαλια ακομα, και νιωθω οτι κατι δεν παει καλα. Άλλα λιγα και συνειδητοποιω τι συμβαινει: δεν ακουσα ποτέ πορτα να κλεινει! Πλεον ξερω ακριβως τι γινεται. Θα τη βρω πανω στο χαλακι να προσποιειται οτι ψαχουλευει μεσα στην τσαντα της για να βρει τα κλειδια της. Ωωωωωω, ποσο βρωμικα παιζεις Κυβελη!!

Πρωτα απο ολα θα δει αν ειμαι κουρασμενος και αν μυριζω τσιγαρο. Ετσι θα καταλαβει αν ξεκιναω τη μερα μου ή αν την τελειωνω. Μετα θα μου πιασει την κουβεντα και θα προσπαθησει να μαθει τα παντα. Αν βρηκα δουλεια, αν ζητησα να μου μειωσουν το νοικι, αν εμαθα γιατι μετακομισε η απο πανω, αν με επισκεφτηκε η μητερα μου... Τα μισα απο αυτα που θα με ρωτησει τα ξερει ηδη. Τα ρωταει ειτε για να δει αν θα της πω την αληθεια, ή για να φερει τη συζητηση σε σημειο απο οπου θα μπορεσει να ρωτησει τα άλλα μισα.

Πρεπει να σκεφτω και πρεπει να το κανω γρηγορα. Οκ θα με δει, αυτη τη χαρα δε μπορω να της τη στερησω. Αλλά καποιος τροπος θα υπαρχει για να αποφυγω την κουβεντα... σκεψου Αλκη... προσπαθησε...

Επιστρατευω οση διαυγεια μπορω ενω σχεδον τελειωνω τις σκαλες που καταληγουν στο δευτερο οροφο. Λιγα σκαλια ακομα και θα εχω χασει τη μαχη. Πιεζω το μυαλο μου επιμονα, παιρνω μια βαθια ανασα, κλεινω τα ματια ωσπου....αναλαμπη!

Ψυχραιμα αλλά σβελτα βαζω το ενα χερι στην τσεπη του τζην και το αλλο στην εσωτερικη του μπουφαν. Βγαζω κλειδια στο αριστερο και κινητο στο δεξι. Με αστραπιαιες κινησεις ... “ξεκλειδωμα”, “μενου”, “επαφες”, “αναζητηση”, “σπιτι”. Βαζω το κινητο και τα κλειδια στις τσεπες του μπουφαν και βγαζω τα χερια ακριβως πριν πατησω το πλατωμα του οροφου.

“Ξαφνιαζομαι” που τη βλεπω και τη χαιρεταω με εγκαρδιοτητα. “Ξαφνιαζεται” και αυτη και φοραει το πιο γλυκο της χαμογελο.

-“Καλημερα σας κυρια Κυβελη, πως ειστε, τι κανετε?
Της δινω το χερι μου.
-“Ωωω καλημερα βρε Αλκη μου, πως και ετσι πρωινος πρωινος?
Πριν τελειωσει τη φραση της εχω ηδη ξεκινησει τη δευτερη δικη μου απο πανω της, σα να μην την ακουσα, ή σα να μην καταλαβα οτι σκοπευε να παρει το λογο:
- “Μηπως μαθατε αν μετακομισε η κοπελια στον τεταρτο? Εδω και λιγο καιρο δεν ακουω καθολου θορυβο απο πανω και...

Καθως μιλαω βαζω και τα δυο χερια στις τσεπες του μπουφαν δηθεν ψαχνοντας για τα κλειδια. Με το δεξι χερι ψηλαφιζω το κινητο και παταω το call. Η μανουβρα διαρκει λιγοτερο απο δυο δευτερολεπτα, και κατα τη διαρκεια της δε σπαω καν την οπτικη επαφη με την Κυβελη. Με το αριστερο παιρνω τα κλειδια. Βγαζω και τα δυο χερια ταυτοχρονα, περναω τα κλειδια απο το αριστερο στο αδειο δεξι και τα κραταω σα να μην τρεχει τιποτα, απλα για να ειμαι ετοιμος να ανοιξω οταν τελειωσουμε τη συζητησουλα μας.

Η Κυβελη με κοιταει καχυποπτα. Δεν καταλαβε το κολπο μου, αλλά κατι της φαινεται περιεργο αφου συνηθως ειμαι λακωνικος και απροθυμος για κουβεντα. Τρια δευτερολεπτα αργοτερα ακουγεται το σταθερο τηλεφωνο του σπιτιου μου, πεντακαθαρα πισω απο την πορτα. Διακοπτω βιαστικα το ανουσιο meeting, μπαινω στο σπιτι, κλεινω το κινητο μου και ταυτοχρονα λεω δυνατα:

-“Παρακαλω? ναι, ναι, οχι, ναι, μισο λεπτο, δωστε μου μισο λεπτο παρακαλω”.

Πηγαινω στο υπνοδωματιο. Πεφτω με τα ρουχα μπρουμυτα στο κρεβατι, ζαλισμενος και χαμογελαστος, ενω σκεφτομαι τη φατσα της Κυβελης να μπαινει στον πειρασμο να ψαξει τα κλειδια της “μισο λεπτο” ακομα. Χεχε. Αλλη μια προκληση, αλλη μια νικη. Διαολε, σημερα ηταν μια ωραια μερα.

3 σχόλια:

  1. κι αν το διαβάσει η Κυβέλη;;; Με τι μούτρα θα της ξαναπεις "καλημέρα"!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. χμμμ... δεν εχεις αδικο, επρεπε τουλαχιστον να αλλαξω το ονομα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Αν γουγλίσει "Κυβέλη" θα βρει στις δέκα πρώτες σελίδες την ηθοποιό - μια γυναίκα με πάθη - ξενοδοχείο - επέκεινα - ινστιτούτο - σωματείο υποστήριξης γονιμότητας - η άγνωστος - η τρελή του Σαγιό - παγωτά - γεύση - Μάτα Χάρι ...
    και θα απορροφηθεί εκεί και θα σε ξεχάσει, αλλά αν δοκιμάσει "Άλκης" δεν έχει κάτι ενδιαφέρον στις δέκα πρώτες σελίδες και θα βαρεθεί.
    Την γλίτωσες πάλι άσημε συγγραφεύ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή