Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Αλεξανδρεια

Στον πρασινο βυθο των ματιων σου
βλεπω το κλεος το αλλοτινο
βλεπω την περηφανη πυροξανθη κομη
και τους θησαυρους που κρατουσες στα χερια
σαν παραδεισια πουλια
βλεπω την ομορφια.

Στη Βαβυλωνα όμως ετρεξες
πρωτος στεκεις στη λιτανεια
γυρευοντας αληθειες απατηλες
υμνεις την τρικυμια.
Ο σκοτεινος ανεμος σε παρεσυρε
στα ταριχευμενα μονοπατια της νυχτας.

Που πηγε η αγνοτητα
της πρωτης σου της νιοτης?
Τα χειλη σου κυρτωθηκαν
σε εκφραση μαρασμου.
Τα γλισχρα σου μαλλια
σημαδι προδοσιας.

Την ελευθερια εψαχνες… το χαος βρηκες!!!

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Τσιμπα και μια νουβελα

Αγαπημενε μου αναγνωστουλη, οπως ηδη ξερεις, εκτος απο blogger ειμαι και συγγραφεας και μαλιστα με ατελειωτα εργα (εχω ξεκινησει πολλα, αλλά συνηθως δεν καταφερνω να τα τελειωσω). Χθες λοιπον αρχισα να γραφω προχειρα ενα μικρο διηγηματακι, και στο παρουσιαζω. Να εισαι επιεικης.


Στην ταβερνα του κυρ-Σταυρου.

Ο κυρ-Σταυρος καθοταν στην ψαθινη καρεκλα του, στην τσιμεντενια αυλη της μικρης ταβερνας. Οι πυκνες κληματαριες δυόμιση μετρα πανω από το κεφαλι του, παρειχαν μεστη σκια, και αφηναν μονο λιγοστες ακτινες του απογευματινου καλοκαιρινου ηλιου να διαγράφουν φωτεινες κηλιδες στο στρογγυλο μαρμαρινο τραπεζακι.

Η ωρα ειχε παει τρεις και μιση, και ειχαν ηδη φυγει οι τεσσερις πελατες του Κυρ-Σταυρου, ολοι τους μεσηλικες σαν αυτόν και ολοι ντοπιοι, κατοικοι του μικρου παραθαλασσιου χωριου.

Η σημερινη μερα, όπως και οι προηγουμενες ηταν κουραστικη για τον ταβερνιαρη. Ειχε ριξει και μαζεψει το αφροπαραγαδο πριν καν βγει ο ηλιος, ειχε κανει καποιες μικροεπισκευες στη βαρκα του, ειχε ετοιμασει το μαγαζι και, παντα αισιοδοξος, ειχε μαγειρεψει παραπανω μεριδες από οσες υπολογιζε ότι θα πουλησει.

Οι περισσοτεροι θαμωνες προτιμουσαν τα φρεσκα πρωινα ψαρια του, αλλα αυτος παντα συμπεριλαμβανε στο μενου ένα κρεατικο πιατο. Για σημερα, ειχε ψησει τρια μεγαλα μπιφτεκια, δύο από τα οποια βρίσκονταν τωρα στο πιατο του, και ένα, το μεγαλυτερο, στο στομαχι του. Δεν πεινουσε πλεον, αλλωστε ολο και κατι τσιμπουσε κατά τη διαρκεια του μαγειρεματος. Λιγο το κρασι που συνοδευε το φαγητο του, λιγο η κουραση, λιγο το νανουρισμα από το θρόϊσμα των κληματόφυλλων, ο Κυρ-Σταυρος αρχισε να νυσταζει.

Εγειρε πισω με μισοκλειστα ματια, ετοιμος να παραδοθει στο δροσερο αερακι και να αποκοιμηθει, αλλα η γαληνη του διακοπηκε από ρυθμικα μικρα χτυπηματα πανω στο τσιμεντο. Ανακαθισε, γυρισε το κεφαλι του και ειδε τον απροσκλητο επισκεπτη.

Ηταν ενας σκυλος που δεν τον ειχε ξαναδει στο χωριο. Απεριποιητος, χωρις κολαρο και σιγουρα κοπρος. Τα μεγαλα πεσμενα του αυτια θυμιζαν κοκερ, αλλα ηταν σαφως ψηλοτερος. Το σωμα του ηταν μαυρο, αλλα ειχε δυο μικρες καφε περιοχες: στη μουσουδα και στην ουρα.

Ο σκυλος καθοταν διπλα στο τραπεζι, πιο κοντα στο σημειο που βρισκοταν το πιατο με τα μπιφτεκια. Τα σακουλιασμενα ματια του και το μελαγχολικο βλεμμα, προδιδαν ότι ο σκυλος ηταν γερικος και ταλαιπωρημενος. Τωρα κοιταζε καταματα τον κυρ-Σταυρο και ανασαινε κοφτα με το στομα του κλειστο.

Ο κυρ-Σταυρος ανταπεδωσε το βλεμμα και προσεξε ότι το ερημο σκυλι κατι κραταγε στο στομα του, ένα κομματι πορτοκαλί χαρτι, ή κατι τετοιο. Επιασε νωχελικα τα γυαλια που κρεμονταν με χοντρη πετονια στο στηθος του και τα φορεσε. Για μια στιγμη σαστισε. Εγειρε μπροστα και εφερε το κεφαλι του μολις ένα μετρο από το κεφαλι του σκυλου. Τωρα ηταν σιγουρος. Ο σκυλος ειχε στο στομα του ένα πενηνταευρο.

«Καλοοοοο σκυλακιιιιι...» ειπε ο κυρ-Σταυρος καθως τεντωνε το χερι του, αλλα ο σκυλος πισωπατησε μισο μετρο. Με αργες κινησεις, και με πληρη προσοχη ο ταβερνιαρης σηκωθηκε από την καρεκλα του και εκανε να κινηθει προς το σκυλο, όμως αυτος γρύλλισε, τιναχτηκε και απομακρυνθηκε άλλα τρια μετρα πισω στην τσιμεντενια αυλη. Εχοντας μια αποσταση ασφαλείας, ο σκυλος αφησε το χαρτονομισμα από το στομα του, και αρχισε να γαβγιζει. Μία τεντωνε το λαιμο του και εδειχνε με τη μυτη του προς το πιατο με το φαι, και μία χαμηλωνε το κεφαλι του και γαβγιζε προς το πενηνταρικο. Μετα, παλι γαβγιζοντας, εκανε ένα βημα προς το φαι, και ξανα πισω μουσουδιζε πανω στο πενηνταρικο. Υστερα το ξαναπηρε στο στομα του, καθισε στα πισω ποδια και εμενε να κοιταζει τον κυρ-Σταυρο σιωπηλος.

Ο κυρ-Σταυρος ειχε μεινει εμβροντητος. Θα μπορουσε καποιος να θεωρησει ότι με τη συμπεριφορα του ο σκυλος προσπαθουσε να «αγορασει» τα μπιφτεκια ! Κατι τετοιο φυσικα δε γινοταν να ισχυει, ο κυρ-Σταυρος δεν πιστευε σε μαγια, θαυματα και τετοιες χαζομαρες. Στην παρουσα φαση όμως δε νοιαζοταν και πολύ. Ειχε εξαρχης σκεφτει ότι αν ο σκυλος δε συνεργαζοταν, θα του εδινε το πιατο ως αντιπερισπασμο ώστε να ξεχασει το πολυτιμο χαρτινο παιχνιδι του.

Και ετσι εκανε. Ακουμπησε μαλακά το πιατο στο τσιμεντο, δυο βηματα μακρια του. Αμεσως ο σκυλος αφησε το χαρτονομισμα και ορμησε στο αχνιστο κρεας. Ο κυρ-Σταυρος εσκυψε, επιασε το μισοτσαλακωμενο, σαλιομενο πενηνταρικο, το ξεδιπλωσε και το χτυπησε απαλα με τις παλαμες του, κοιτωντας το κοντρα στον ηλιο. «Αμα σε θελει η τυχη...» σκεφτηκε χαμογελωντας. Αφησε το σκυλο να ολοκληρωσει το πασαλειμμένο με σαλια γευμα του.

Ειχαν περασει ακριβως εικοσιτέσσερις ωρες από το σουρεαλιστικο σκηνικο, και ο κυρ-Σταυρος ακομα χαμογελουσε. Παλι ειδε το ρολόι του να δειχνει τρεις και μιση και παλι βρισκοταν καθισμενος στην ψαθινη καρεκλα, εχοντας μπροστα του μια τροφαντη χοιρινη μπριζολα αυτή τη φορα.

Όταν ειδε τον ιδιο σκυλο να μπαινει στην αυλη ξαφνιαστηκε. Όταν εστιασε στο στομα του, και διαπιστωσε ότι παλι δαγκωνε ένα πενηνταευρο, δεν πιστευε στα ματια του.

Οποιοσδηποτε άλλος, ισως να νομιζε ότι εχει αρχισει να τρελαινεται, όμως ο κυρ-Σταυρος ειχε την ατσαλινη ψυχραιμια ενός πρωην ναυτικου. Ζυγισε την κατασταση με νηφαλιοτητα. Σιγουρα θα υπηρχε μια λογικη εξηγηση. Σιγουρα, το προηγουμενο αφεντικο του σκυλου θα ηταν καποιο παλιομουτρο που τον ειχε εκπαιδευσει να κλεβει. Ο σκυλος εμαθε ότι αν καταφερει να κλεψει και να φερει τα λαφυρα στο αφεντικο του, τοτε ανταμειβεται με τροφη. Τωρα ο εκπαιδευτης ισως ειχε πεθανει ή συλληφθει, και ο σκυλος τριγυρναγε μονος του κλεβοντας τους αφθονους τουριστες που ειχε το χωριο αυτή την εποχη, πιθανοτατα την ωρα που εκαναν μπανιο και ειχαν τα πραγματα τους αφυλακτα. Θυμηθηκε μια ταινια που ειχε δει όταν ηταν νεος, οπου μια σπειρα εγκληματιων εκπαιδευαν ντομπερμαν να κανουν μονα τους ληστειες σε σουπερ-μαρκετ.

«Τα σκυλια είναι εξυπνα ζωα» μονολογησε χαμηλοφωνα. Ετσι πρεπει να ειχαν τα πραγματα. Τιποτα το εξωπραγματικο δε συνεβαινε. Απλα η ζωη μοιαζει καμια φορα ανεξηγητη. Ανταλλαξε ηρεμα το φαϊ του με το χαρτονομισμα και το εβαλε στη μπροστινη τσεπη του τζιν του, διπλα στο χθεσινο.

Ο καλυτερος φιλος του ανθρωπου ηταν συνεπης στο ραντεβου του και την επομενη μερα. Και τη μεθεπομενη και τη μερα μετα από αυτή. Ειχαν περασει δεκαπεντε μερες από τοτε που ανοιξε η τυχη του κυρ-Σταυρου, τωρα αυτος βρισκοταν στο αγροτικο του, με προορισμο την πολη. Θα κατεθετε τα 750 ευρω στην τραπεζα. Με αυτά θα ξεχρεωνε ένα μικρο ποσο που του ειχε μεινει από ένα παλιο δανειο, και σε λιγες μερες θα μπορουσε να αγορασει καινουργια μηχανη για το βαρκακι του. Ουτε που καταλαβε για πότε βρεθηκε στημενος στην ουρα του ταμειου, με τα λεφτα και την ταυτοτητα στο χερι. Ενιωθε μια παραξενη εξαψη, μια αγωνια, μια ανυπομονησια σα μικρου παιδιου. Κι’ομως κατι δεν πηγαινε καλα...δε μπορουσε να προσδιορισει τι, αλλα κατι δεν πηγαινε καθολου καλα.

Πλησιασε το ταμειο άλλο ένα βημα. Εμενε πλεον μονο ενας ακομα πελατης να εξυπηρετηθει πριν από αυτόν. Εξακολουθουσε να νιωθει περιεργα. Προσπαθουσε να καταλαβει γιατι το ενστικτο του σημαινε συναγερμους, αλλα δε μπορουσε να συγκεντρωθει. Τωρα ενιωθε και μια μικρη ναυτια, και καταλαβε ότι ειχε αρχισει να ιδρωνει.

Καθως κοιταζε στο απειρο βυθισμενος στις θολες του σκεψεις, το βλεμμα του εστιασε λιγα μετρα εξω από τη τζαμαρια της τραπεζας, στο πεζοδρομιο. «Δεν είναι δυνατον!!». Τον αναγνωρισε. Ηταν ο σκυλος, και μαλιστα όχι μονος του αλλα μαζι με μια γατα. Εμοιαζε όμως πιο νεος, πιο αλεγκρος από ό,τι τον ειχε συνηθισει. Το αναστημα του ηταν πιο περηφανο, ειχε έναν αερα αυτοπεποίθησης εντελως διαφορετικο από πριν, θα μπορουσε κανεις να πει ότι εμοιαζε σνομπ. Όμως ηταν σιγουρα αυτος. Ο κυρ-Σταυρος εβλεπε το προφιλ του, και από αυτή την αποσταση οι καφε κηλιδες στη μουρη και στην ουρα διακρινονταν ξεκαθαρα.

«Αδυνατον! Πώς θα μπορουσε να είναι εδώ? Το χωριο απεχει τουλαχιστον οχτω χιλιομετρα, πώς γινεται να με ακολουθησε?». Ο κυρ-Σταυρος δε μπορουσε να βγαλει νοημα και συνεχισε να χαζευει τα δύο ζωα που καθονταν κοιταζοντας το ένα το άλλο.

Τα εχασε ακομα περισσοτερο όταν προσεξε ότι ο σκυλος ανοιγοκλεινε το στομα του. Για την ακριβεια, εμοιαζε σα να κουναει κυριως τα χειλη του, όπως κανουν οι ανθρωποι όταν μιλανε. Η γατα εδειχνε να ακουει με προσοχη αυτά που της ελεγε ο σκυλος και σε λιγο ο κυρ-Σταυρος θα ορκιζοταν ότι μπορουσε να διακρινει ένα χαμογελο να σχηματιζεται στα χειλη της. Μαλιστα, κάθε λιγα δευτερολεπτα, τα ζωα γυρναγαν το κεφαλι τους συντονισμενα, και εριχναν μια ματια προς το εσωτερικο της τραπεζας.

Ο κυρ-Σταυρος ακουμπησε τα χρηματα και την ταυτοτητα στον παγκο, ψελλισε «καταθεση» και σκουπισε με το μανικι του το μετωπο του. Εστρεψε το βλεμμα του παλι στα ζωα σα να τον μαγνητιζε το θεαμα. Ουτε που προσεξε ότι ο υπαλληλος σηκωθηκε από το γκισε και πηγε να μιλησει σε έναν άλλο αντρα σε ένα διπλα γραφειο, βγαζοντας παραλληλα το κινητο του τηλεφωνο.

Τα δυο ζωα τωρα κοιταζαν σταθερα προς την τραπεζα, και συγκεκριμενα προς το μερος του κυρ-Σταυρου. Το χαμογελο της γατας ειχε γινει γελιο, στην αρχη συγκρατημενο, αλλα ολοενα και πιο εντονο οσο περναγαν τα δευτερολεπτα. Ο σκυλος, εξακολουθουσε να μιλαει και ο κυρ-Σταυρος θα εβαζε στοιχημα ότι τον ειδε να σηκωνει το ένα μπροστινο του ποδι και να δειχνει προς αυτον, ενώ τα αυτια του ανεβοκατεβαιναν από το χαχανητο.

«Κυριε Ξενοπουλε?». Η φωνη του ταμια εκανε τον κυρ-Σταυρο να γυρισει. «Κυριε Ξενοπουλε,» επανελαβε ο ταμιας, «πολύ φοβαμαι ότι υπαρχει προβλημα. Όλα αυτά τα χαρτονομισματα είναι πλαστα.» Ο ταμιας κραταγε το πορτοκαλι ματσακι στο χερι. «Πολύ καλη δουλεια, οφειλω να ομολογησω,» ειπε, σα να εδινε ευσημα στον κυρ-Σταυρο, «αλλα όχι αρκετα καλη για να ξεγελασει την τραπεζα μας». Την ιδια στιγμη εκανε ένα νευμα και ενας ένστολος ακουμπησε τον κυρ-Σταυρο στον ωμο.

«Κυριε Ξενοπουλε θα πρεπει να με ακολουθησετε στο τμημα. Ή εχετε καποια εξαιρετικα ταλεντα, ή κανετε πολλη παρεα με επικίνδυνους ανθρώπους...σε κάθε περιπτωση θα πρεπει να ερθετε μαζι μου».

Ο κυρ-Σταυρος ακουγε τον αστυνομικο αλλά για καποιο λογο δε μπορουσε να μιλησει. Επρεπε να τον ακολουθησει, αλλα τα ποδια του δεν τον υπακουγαν, χωρις να καταλαβαινει το γιατι. Ξανακοιταξε εξω από την τραπεζα. Η γατα τωρα ηταν ανασκελα. Και τα τεσσερα ποδια της τινάζονταν στον αερα ενώ το σωμα της χτυπιοταν αριστερα και δεξια σαν πλοιο σε καταιγιδα. Γελουσε εκστασιασμενα σαν επιληπτικη. Ο σκυλος ειχε ξεραθει και αυτος στα γελια. Η ουρα του χτυπαγε το πεζοδρομιο με δυναμη, τα αυτια του πλαταγιαζαν ανεξελεγκτα και κάθε τοσο σκουπιζε τα δακρυα του με το πισω μερος του καρπου του μπροστινου του ποδιου.

«Μα τι στο διαολο.....»

Ο κυρ-Σταυρος πεταχτηκε και ταρακουνηθηκε πανω στην ψαθινη καρεκλα του. Ηταν ιδρωμενος και καταχλωμος. Η ωρα ηταν τεσσερις παρα τεταρτο, και μια διμοιρία μυγες ειχαν καταλαβει τα μπιφτεκια του.

«Παλι καλα...» σκεφτηκε, και πηγε να παρει ένα ντεπον.


The End.

Τρίτη 9 Αυγούστου 2011

Heil Αλκης

Αναγνωστουλη μου θα βγω λιγο απο το καλοκαιρινο mood για να σου πω δυο λογακια, που σιγουρα θα τα εχεις σκεφτει και εσυ. Αυτό θα είναι το πρωτο από τα αρκετα (ελπιζω) αρθρακια με θεμα «οσα θα εκανα αν ημουν δικτατορας». Ένα από αυτά λοιπον θα ηταν η παραδειγματικη τιμωρια οσων βγαινουν στην τηλεοραση και πουλανε μηχανηματα που παραγουν όζον. Δεν εχω καταληξει ακριβως στην ποινη αλλα σκεφτομαι δημοσια διαπομπευση* και ζυθοβολισμο**.

Εξηγουμαι.

Ζουμε σε μια εποχη οπου τεραστιες φαρμακευτικες βιομηχανιες προσλαμβανουν τους καλυτερους χημικους, (μικρο)βιολογους, γιατρους και γενικοτερα επιστημονες από ολο τον κοσμο. Αυτοι δουλευουν ακαταπαυστα σε υπερσυγχρονα εργαστηρια και μια στο τοσο ανακαλυπτουν μια ουσια, ο χημικος τυπος της οποιας τις περισσοτερες φορες ξεπερνα τη μια γραμμη και για την κατασκευη της χρησιμοποιηθηκαν βοτανα, στοιχεια μεταλλων, εκκρίματα εντομων και ενας Διας ξερει τι άλλο.

Κατοπιν το υποψηφιο φαρμακο δοκιμαζεται σε μικρα ζωα, μετα σε μεγαλα και αν όλα πανε καλα σε εκατονταδες εθελοντες φοιτητες. Τελος, μετα από ολη αυτή την κοστοβορα και χρονοβορα διαδικασια και ακομα αμετρητες μελετες και επεξεργασια αποτελεσματων, υπαρχει πιθανοτητα το φαρμακο να βγει στην αγορα. Στις προδιαγραφες του οι κατασκευαστες αναγραφουν με περηφανεια ότι το προϊον αυτό μειωνει τα συμπτωματα του αλγους της αναπνευστικης βρογχιτιδας κατά 12,45%.

Την ιδια στιγμη, στην Ελλαδαρα (φανταζομαι και σε καποιες άλλες τριτοκοσμικες χωρες) δυο τρεις γεροι που μοιαζουν περισσοτερο με ημιμεθυσμενους θαμωνες δευτεροκλασατου κωλομπαρου και λιγοτερο με επιστημονες, διαφημιζουν ένα μηχανημα που υποσχεται ότι θα γιατρεψει (ή το λιγοτερο θα ανακουφισει δραστικα) την αρθριτιδα, τον καρκινο, τη δυσκοιλιοτητα, την πιτυρίδα, τους πονους της μεσης, την υψηλη αρτηριακή πιεση, τις καρδιοπαθειες, την κυτταρίτιδα και πάμπολλα ακομα.

Και η πανισχυρη ουσια που πουλανε είναι το οξυγονο με δεικτη 3, δηλαδη το οζον που υπαρχει ηδη στην ατμοσφαιρα και είναι πανευκολο να το κατασκευασεις. Να σημειωσω ότι η διαφημιση δε συνοδευεται με στατιστικα νουμερα μελετων από καποιο αξιοπιστο πανεπιστημιο ή ιδρυμα ή οργανισμο. Επισης οι μεγαλες εταιρειες δε φαινεται να εχουν ανακαλυψει τη θαυματουργη αυτή ουσια, και κανενας φοιτητης δεν ενδιαφερεται να κανει το διδακτορικο του πανω στο εν λογω ζητημα (αυτό το τελευταιο δεν το εψαξα πολύ αλλα ειμαι σχεδον σιγουρος ότι ετσι είναι).

Για να μη μακρηγορήσω άλλο υποδεικνύοντας τα αυτονοητα, περναω στο συμπερασμα: ή υπαρχει μια διεθνης-διαχρονικη συνομωσια που κρυβει τα ευεργετικα οφελη του οζοντος, (ετσι ώστε να μη βρει η ανθρωποτητα τη φτηνη αθανασια και χασουν οι φαρμακοβιομηχανιες τα εσοδα τους), ή οι τυποι που πουλανε οζον είναι κομπογιαννίτες. Για πολλους λογους συντασσομαι με τη δευτερη αποψη (ενας από αυτους είναι ότι η πρωτη εκδοχη καταληγει σε πολλα ατοπα).

Και θα με ρωτησεις αναγνωστουλη μου, γιατι τοσο μενος προς τους συγκεκριμενους απατεωνισκους? Τοσοι και τοσοι δεν υπαρχουν γυρω μας?

Ε λοιπον, κατά τη γνωμη μου σε αυτή την περιπτωση οφειλει η κοινωνια και η πολιτεια να δειξει ένα τονο μεγαλυτερη αυστηροτητα. Και λεγοντας ένα τονο, εννοω χιλια κιλα και όχι δυο ημιτονια.

Γιατι στην περιπτωση που μια χαρτοριχτρα ξεγελα καποιον με ζωδια, τραπουλες ταρω, ή φλυντζανια του καφε, τοτε ο βλακας πληρωνει τη βλακεια του. Όταν οι γυναικες αγοραζουν μπιχλιμπιδια, ψευτομηχανηματα ή κρεμες που υποσχονται ότι θα τις κανουν να δειχνουν νεοτερες, ομορφοτερες και πιο στυλατες (και δεν τα καταφερνουν), τοτε πληρωνουν τη ματαιοδοξια τους. Παντα καποιος οπορτουνιστης θα επιδωξει να σου παρει χρηματα προσφεροντας σου κατι που δεν τα αξιζει. Αλλά νιωθω ότι υπαρχει εγγενως μια τερατωδης αλητεια στην περιπτωση που προσπαθεις να αποσπασεις χρηματα από καποιον πουλωντας του ζωη (δεδομενου ότι δε μπορεις να του την παρεχεις) . Το να πουλας ψευτικη ελπιδα σε ταλαιπωρημενους άρρωστους ανθρωπους δεν είναι εγκλημα της ιδιας κλιμακας με το να κλεβεις όταν ζυγιζεις τις μπανανες. Είναι βαρβαρο, ανανδρο και παντελως ανηθικο.

Υγ: Καποιος θα μπορουσε να υποστηριξει ότι ο καθενας εχει το δικαιωμα να διατεινεται (ισως και να πουλαει) ό,τι θελει (εφοσον αυτό δε βλαπτει και υπαρχει και μια περιπτωση να βοηθαει μεσω του placebo effect). Εγω ειμαι καθετα αντιθετος με αυτή την αποψη (όπως φανταζομαι και πολλοι από τους νομους υπερ της προστασιας του πολιτη και του καταναλωτη). Ειμαι υπερ της ελευθεριας του κάθε εμπορου να πουλαει και να διαφημιζει ο,τι μαλακια θελει, αλλα όταν ο βαθμος της παραπλανησης αγγιζει τα ορια της προσβολης της ανθρωπινης αξιοπρεπειας, τοτε η ελευθερια του αυτή, θα πρεπει να αναστέλλεται, γιατι συγκρουεται με αξιες υψηλοτερης προτεραιοτητας.

* Λεγοντας διαπομπευση εννοω την εξης διαδικασια: μια μεγαλη και χοντρη μεταλλικη βεργα σφηνωνεται σταθερα στον πισινο του υποκειμενου, μετα στερεωνεται καθετα στο εδαφος και το ολο συσσωμάτωμα μπορει να χρησιμοποιηθει σαν πομπος από καποιο σταθμο ραδιοφωνου.

** Ο ζυθοβολισμος δε χρειαζεται πολλες εξηγησεις… είναι αυτό που λεει η λεξη: Πολλα παιδια μαζευονται, πινουν μπυρες και πετανε στον καταδικασθεντα μισοαδεια κουτακια. Αν βρουν στοχο, κερδιζουν μπρελοκ, αναπτηρες ή καινουργια κουτακια μπυρας. Το παιχνιδι είναι εξαιρετικα ενδιαφερον γιατι (πιστεψτε με) οσο παιζεις, τοσο δυσκολοτερα κερδιζεις.

Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

Περιπετειες στον Τυρο

Μπαινω στο μοτελ και αφηνω προχειρα τα πραγματα μου. Βγαινω στο δρομο με προορισμο την παραλια εχοντας μια περιεργη αισθηση ικανοποιησης αφου ειμαι σιγουρος οτι σε αυτες τις διακοπες δεν εχω ξεχασει απολυτως τιποτα: οδοντοβουρτσες, ζελε μαλλιων, φορτιστες, εχω τα παντα, μεχρι και μπατονετες θυμηθηκα να φερω. Στην ακρη του δρομου σταματαω. Μπορειτε να φανταστειτε γιατι?

Γιατι εφτασα στην παραλια! Απλωνω αγαρμπα την ψαθα και ξαπλωνω ανοιγοντας το βιβλιο μου (spoiler alert: στην "αστραπη" του Dean Koontz, η πρωταγωνιστρια και ο οχταχρονος μοναχογιος της γαζωνονται απο δεκαδες σφαιρες αυτοματου οπλου τυπου ουζι, λιγες σελιδες πριν τελειωσει το βιβλιο - ειναι καλο βιβλιαρακι, διαβαστε το). Βγαζω το ραδιοφωνακι απο την τσεπη μου και βαζω τα ακουστικα στα αυτια μου. Οι ελαχιστοι σταθμοι που παιζουν οριακα αξιοπρεπη μουσικη εχουν περισσοτερα παρασιτα και απο τις κουβερτες του Κ.Ε.Ν. Παφου, γιαυτο ακουω Καζαντζιδη.

Διαβαζω, βαριεμαι, βουταω, βγαινω, σκουπιζομαι. Παω στην καφετερια και παραγγελνω ενα φραπε μετριο προς το γλυκο με λιγο γαλα σε πλαστικο για εξω. Η μπαργουμαν ειναι μικρη, γλυκουλα και παλευει να σπασει ενα συνονθυλευμα απο μια μαζα που καποτε ηταν διακριτα παγακια, μεσα σε ενα μεταλλικο κουβαδακι με μια ασημι σπατουλα. Θα της κανω φυσικα το κλασικο αστειακι που κανω σε αυτες τις περιπτωσεις. Θα της πω χωρις αφορμη και χωρις παυσεις, τρεις τεσσερις αερολογιες για τον καιρο, την οικονομικη κριση και τις μεταγραφες του παναθηναικου, και οταν με κοιταξει απορημενη, θα απολογηθω λεγοντας :"ειπα να πω καμια κουβεντα να σπασει ο παγος". Παντα πιανει.

Το λεω, αλλα αρχιζει και γελαει ευγενικα πολυ πριν τελειωσω το αστειο, πραγμα που με αφοπλιζει, με σταματαει και με κανει να νιωθω (ισως και να δειχνω) σαν καθυστερημενος. Προφανως η τυπισσα δε με ακουγε καν, απλα καταλαβε απο τη φατσα μου οτι ειχα σκοπο να πω κατι αστειο. Πισω στην παραλια - ξαναδιαβαζω, ξαναβαριεμαι ξαναβουταω - πισω στο μοτελ.

Μπαινω στη ντουζιερα. Το τηλεφωνο βγαζει ακανονιστες σταγονες χωρις πιεση. Γυρναω μιαμιση μοιρα τη στροφιγγα του ζεστου και σε κλασματα δευτερολεπτου νιωθω τις σαρκες μου να καιγονται. Αμεσως απλωνω το χερι μου στο μοχλο του κρυου, και πριν προλαβω να το χαιδεψω, ολα τα κυτταρα του δερματος μου κατακλυζονται απο παγωνια και με κανουν να μοιαζω με ξεπουπουλιασμενη γαλοπουλα. Μετα απο περιπου τρια τεταρτα εχω καταφερει να ρυθμισω την ασθενικη ροη νερου, σε καλη θερμοκρασια. Γονατιζω για να ξεπλυνω το κεφαλι μου και πιεζω το κουμπι που οδηγει το νερο απο το τηλεφωνο στη βρυση. Ακουγεται ενα υποκωφο μουγκρητο, και μια χοντρη δεσμη νερου (υπολογιζω δεκαπεντε λιτρα ανα δευτερολεπτο) σκαει με δυναμη στο σβερκο μου καταβρεχοντας παραλληλα ολο το μικρο μπανιο. Ω ναι, ειμαι σε διακοπες... (τουλαχιστον ο αδυσωπητος καταρρακτης εχει τη σωστη θερμοκρασια).

Βγαινω απο το ντουζ. Βαζω την ουρα στα σκελια και παω στο μινι μαρκετ και αγοραζω αποσμητικο σε τιμη υψηλοτερη απο αυτη που θα το πουλαγε ενα βαπορι, αν τα βαπορια πουλουσαν αποσμητικα.

Στγ (σημειωσεις του γραφοντος): Αυτες τις λιγες γραμμες σας τις στελνω απο το μπαρ "Καρναγιο", οπου μπορεσα να βρω ασυρματο ιντερνετ. Προκειται για ενα απο τα πιο ομορφα μπαρ που εχω επισκεφτει, με νεανικο περιβαλλον, ροκ διαθεση και ζωηρο vibe. Καθε βραδυ δοκιμαζω εκει τα διαφορα κοκτειλς στην τυχη, κλεινοντας τα ματια και αφηνοντας το δαχτυλο μου να προσγειωθει καπου πανω στον καταλογο. Βεβαια δεν εχω ιδεα απο κοκτειλς, και ο καταλογος δε γραφει τα περιεχομενα του καθε ποτου, συνεπως πινω με χαρα ο,τι μου φερνουν. Θα εκανα το ιδιο εστω και αν ο μπαρμαν αποφασιζε να γεμισει το μπλεντερ του με ασβεστοκονιαμα, κολωνια "μυρτω" και γλυκο βυσσινο και να μου το σερβιρει σε χαμηλο ποτηρι με πολυχρωμη ομπρελιτσα.

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Και εγω στην Αρκαδια

Να’μαι ξανα στην Τριπολη. Εκανα μια βολτα στην πολη σημερα το πρωι. Δεν ειδα πολλες γνωστες φατσες, ειδα όμως αρκετες ασχημες. Οι ντοπιοι από ό,τι φαινεται δεν εχουν αλλαξει καθολου. Εξακολουθουν να αγνοουν τις διαβασεις πεζων, να κρατανε τα μωρα τους από τη μερια του δρομου όταν περπατανε στο πεζοδρομιο, και να κοιτανε τους παντες εξονυχιστικα και αδιακριτα καθως ρεμβαζουν στις καφετεριες, καθισμενοι σε κιτς καρεκλες, αμφιθεατρικα τοποθετημενες προς τη μερια των περαστικων.

Τις προηγουμενες μερες επισκεφτηκα τα Πουληθρα, ένα μικρο χωριο ασυγκριτης ομορφιας κοντα στο Λεωνιδιο. Ειχα την τυχη να κανω και μια εξορμηση στον ορμο του Φωκιανου:


Όπως ενημερωθηκα από τα λαλιστατα λοκάλια, η παραλια αυτή είναι αρκετα φημισμενη. Εκει εχουν παραθερισει διαφορες «σημαντικες» (και παντα σκαφατες) προσωπικοτητες, όπως η Λαιδη D*, ο Κωστακης (μετα Νατασας και διδύμων) καθως και ο τεως, ο οποιος φυσικα αναφερθηκε ως «ο Βασιλιας».

Για τον επομενο προορισμο μου, τον εξωτικο Τυρο, εχω ηδη εφοδιαστει με κανα δυο bellακια του Dean Koontz, ένα φορτωμενο laptop και πολύ καπνο.

Τυρος:






* Προκειται για τη Νταϊανα και όχι την Αντζελα (Dhmhtriou).

Υγ: Αν επισκεφτειτε τα παράλια της Αρκαδιας, μην αμελησετε να γνωριστειτε με την εγχωρια πανιδα: